ετερόκερα

ετερόκερα
(heterocera). Λεπιδόπτερα έντομα –κυρίως πεταλούδες– που αναζητούν την τροφή τους τη νύχτα. Όταν βρίσκονται σε ανάπαυση, οι φτερούγες τους σκεπάζουν ολόκληρο το σώμα τους και οι κεραίες τους μοιάζουν με ατράκτους ή με μικρά νήματα. Τα ε. αριθμούν πολλές οικογένειες. Από αυτές οι πιο γνωστές είναι οι φιγκίδες, οι λασιοκαμπίδες, οι βομβοκίδες, οι νωτοδοντίδες ή θαυμετωποιίδες, οι δεωμετρίδες και οι τινεΐδες. Χαρακτηριστικό λευκό ετερόκερο.
* * *
τα
νυκτόβια λεπιδόπτερα έντομα με ατρακτοειδείς κεραίες και φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. heterocera < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -cera (πρβλ. κέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • ετερόνευρα — Λεπιδόπτερα έντομα, κυρίως πεταλούδες, που αναζητούν την τροφή τους τη νύχτα. Νεότεροι φυσιοδίφες τα εντάσσουν στα ετερόκερα (βλ. λ.). Αποκαλούνται και χαλινοφόρα χαλινόπτερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”